καταλήψιας

καταλήψιας
κατάληψις
seizing
fem acc pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • SCEPTICI — Graece Σκεπτικοὶ Philosophi iidem cum Pyrrhoniis fuêre. Ita enim a. Gellius l. 11. c. 5. Quos Pyrrhonios Philosophos vocamus, ii Graecô cognomine Σκεπτικοὶ appellantur. Id ferme significat, quasi Quaesitores et Consideratores. Nihil enim decernum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… …   Dictionary of Greek

  • γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …   Dictionary of Greek

  • ζόμπι — το 1. η θεότητα τού πύθωνα στις λατρείες βουντού 2. η θεότητα τού φιδιού τής τελετουργίας βουντού 3. η υπερφυσική δύναμη που, σύμφωνα με την πίστη τών βουντού, μπορεί να ζωοποιήσει ένα νεκρό σώμα 4. άνθρωπος χωρίς θέληση και ομιλία, ικανός μόνο… …   Dictionary of Greek

  • κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… …   Dictionary of Greek

  • κατοχώδης — κατοχώδης, ῶδες (Α) [κατοχή] αυτός που έχει συμπτώματα κατοχής, καταληψίας …   Dictionary of Greek

  • υστεροκαταληψία — η, Ν ιατρ. υστερία με συμπτώματα καταληψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστερ ία + καταληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”